- νυκταίετος
- νυκταίετος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις ἱερὸς Ἥρας, ὁ καὶ ἐρῳδιός».[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + αἰετός άλλος τ. τού ἀετός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκταίετος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)